- αναλγητικός
- -ή, -ό [ανάλγητος]1. αυτός που εξαλείφει την αίσθηση τού πόνου, καταπραϋντικός, ηρεμιστικός2. (ο πληθυντικός τού ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά*φαρμακευτικές ουσίες που ανακουφίζουν τον πόνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναλγητικός — ή, ό αυτός που προκαλεί εξαφάνιση του άλγους, του πόνου: Στο εμπόριο κυκλοφορούν πολλά αναλγητικά φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάλγητος — η, ο (Α ἀνάλγητος, ον) (για ανθρώπους) 1. αυτός που δεν αισθάνεται πόνο, ο μη ευαίσθητος στους πόνους, αναίσθητος 2. ασυγκίνητος, σκληρόκαρδος, άσπλαχνος, άστοργος αρχ. (για πράγματα) 1. αυτός που δεν προξενεί πόνο, λύπη 2. ανηλεής, σκληρός 3.… … Dictionary of Greek